Το ελαιόλαδο, «υγρός χρυσός» στο τραπέζι
Φυτό αυτοφυές στην Ελλάδα, καλλιεργούνταν στο Αιγαίο ήδη από το 2.000 π.Χ και μαζί με το λάδι υπάρχει έκτοτε παντού στη ζωή των Ελλήνων: στη διατροφή, στη θρησκεία, στη μυθολογία, στην ιατρική, στη λογοτεχνία, στην τέχνη. Ο Ηρακλής φύτεψε μια ελιά στο ναό της Ήρας στην αρχαία Ολυμπία, μετά την ολοκλήρωση την 12 άθλων του. Η Αθηνά δώρισε στους Αθηναίους την πρώτη ελιά του κόσμου κι έτσι έγινε το ιερό δέντρο της Αθήνας. Το έπαθλο των Ολυμπιονικών ήταν ένα στεφάνι από αγριελιά, ο κότινος. Οι Μυκηναίοι προσέφεραν ελαιόλαδο στους Θεούς, ενώ ο Όμηρος ονόμαζε την ελιά «το υγρό χρυσάφι της διατροφής». Ο Αριστοτέλης θεωρούσε την καλλιέργεια της ελιάς επιστήμη, ενώ ο Ιπποκράτης χρησιμοποιούσε το λάδι ελιάς ως φάρμακο.
Το ελαιόλαδο αποτελεί τη βάση της Μεσογειακής διατροφής, από τις πιο δημοφιλείς και αποδεδειγμένα υγιεινές διατροφές παγκοσμίως. Το λάδι της ελιάς περιέχει μεγάλες ποσότητες από μονοακόρεστα λιπαρά (75%) και αντιοξειδωτικές ουσίες, προστατεύοντας έτσι από το λεγόμενο οξειδωτικό στρες, το οποίο προκαλεί γήρανση. Ιατρικές έρευνες που έγιναν στην Ευρώπη και την Αμερική αποκαλύπτουν πως το ελαιόλαδο όχι μόνο προστατεύει την καρδιά αλλά και βοηθά στην καλή λειτουργία πολλών οργάνων ενώ δρα ευεργετικά σε μια μακρά σειρά ασθενειών.
Το ελαιόλαδο συμμετέχει στα περισσότερα μαγειρέματα, χρησιμοποιείται στην παρασκευή του ψωμιού και μερικές φορές, στην περίπτωση ενός απλού γεύματος, μπορεί να είναι και το μοναδικό προϊόν που συνοδεύει το ψωμί.